Η οξεία σκωληκοειδίτιδα είναι η πιο συνηθισμένη χειρουργική πάθηση που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Με τον όρο οξεία σκωληκοειδίτιδα εννοούμε τη φλεγμονή της σκωληκοειδούς αποφύσεως, ενός οργάνου που εκφύεται από το τυφλό, το αρχικό τμήμα του παχέος εντέρου.
Οξεία Σκωληκοειδίτιδα – Αιτιολογία
Η αιτία της οξείας σκωληκοειδίτιδας είναι συνήθως η απόφραξη της σκωληκοειδούς απόφυσης από κόπρανα ή περιεχόμενα τροφών. Σπανιότερα η οξεία σκωληκοειδίτιδα μπορεί να οφείλεται σε ιογενείς λοιμώξεις.
Οξεία σκωληκοειδίτιδα – Διάγνωση και Συμπτώματα
Η διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας απαιτεί τη συνεκτίμηση πολλών παραγόντων. Ιστορικό / συμπτώματα, κλινική εξέταση, μέτρηση θερμοκρασίας, αιματολογικές εξετάσεις, ακτινολογικές εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα κοιλίας ή αξονική τομογραφία. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ο χρόνος αναμονής / παρακολούθησης του ασθενούς δε θα πρέπει να υπερβαίνει τις 24 ώρες. Μετά την πάροδο αυτού του διαστήματος υπάρχει κίνδυνος ρήξης της σκωληκοειδούς απόφυσης, με αποτέλεσμα την πρόκληση περιτονίτιδας ή ενδοκοιλιακού αποστήματος.
Λαπαροσκοπική σκωληκοειδεκτομή
Η αντιμετώπιση της οξείας σκωληκοειδίτιδας είναι κατά κανόνα χειρουργική και συνίσταται σε σκωληκοειδεκτομή, αφαίρεση δηλαδή της σκωληκοειδούς απόφυσης. Η σκωληκοειδεκτομή εκτελείται σήμερα λαπαροσκοπικά, μέσω δηλαδή 3 μικρών τομών του κοιλιακού τοιχώματος μεγέθους από 0,5 – 1 εκ..
Τα πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής σκωληκοειδεκτομής σε σχέση με την «ανοιχτή» σκωληκοειδεκτομή είναι:
- καλύτερη διάγνωση κατά την εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, καθότι ο χειρουργός έχει με τη λαπαροσκοπική τεχνική πρόσβαση (με τη χρήση κάμερας) σε ολόκληρη την κοιλία. Με τον τρόπο αυτό έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και άλλα όργανα που μπορεί να πάσχουν, κάτι ιδιαιτέρα σημαντικό σε γυναίκες ασθενείς, για έλεγχο των εξαρτημάτων (ωοθήκες, σάλπιγγες).
- λιγότερος πόνος μετεγχειρητικά (ουσιαστικά ανώδυνη επέμβαση)
- ταχύτερη ανάρρωση, όποτε και ταχύτερη έξοδος από την κλινική (συνήθως σε 24 ώρες), καθώς και ταχύτερη επάνοδος στις συνήθεις δραστηριότητες / εργασία
- λιγότερες επιπλοκές στο άμεσο (μικρότερη πιθανότητα αιμορραγίας και διαπύησης τραύματος), αλλά και στο απώτερο διάστημα μετά την επέμβαση (π.χ. μικρότερη πιθανότητα δημιουργίας ενδοκοιλιακών συμφύσεων, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν στο μέλλον χρόνιο / υποτροπιάζον κοιλιακό άλγος ή και εντερική απόφραξη / ειλεό)
- καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα (μετά μικρό χρονικό διάστημα οι τομές δεν αναγνωρίζονται)